- πόλος
- ο, ΝΜΑ1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» — καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος άξονας περιστροφής τής Γης συναντά την επιφάνειά τηςβ. «ουράνιος πόλος» — καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο άξονας περιστροφής τής Γης, προεκτεινόμενος νοερά στο άπειρο, συναντά την ουράνια σφαίρα)2. φρ. «βόρειος πόλος», «νότιος πόλος» — το βόρειο άκρο τού άξονα τής γήινης ή ουράνιας σφαίρας και, αντίστοιχα, το νότιονεοελλ.1. η περιοχή γύρω από τα δύο σημεία στα οποία ο νοητός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται η Γη τέμνει τη γήινη σφαίρα2. τεχνολ. καθένα από τα δύο άκρα ενός άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένα σφαιρικό σώμα3. (ηλεκτρολ.) καθένας από τους ακροδέκτες μιας πηγής ηλεκτρικής ενέργειας, λ.χ. μπαταρίας, στήλης, γεννήτριας, οι οποίοι προορίζονται για τη σύνδεση τής πηγής με ένα ηλεκτρικό κύκλωμα4. εκκλ. ένα από τα πλουσιότερα διακοσμημένα τμήματα στις τέσσερεις γωνίες τού αμφίου τών επισκόπων που λέγεται μανδύας5. μτφ. καθετί που είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με κάτι άλλο6. μαθημ. α) καθένα από τα δύο σημεία στα οποία η διάμετρος μιας σφαίραςτέμνει την επιφάνεια τής σφαίραςβ) η αρχή ενός συστήματος πολικών συντεταγμένων7. φρ. α) «μαγνητικοί πόλοι»αστρον. καθένα από τα δύο σημεία τομής τού μαγνητικού άξονα τού πλανήτη μας ή ενός άλλου πλανήτη με την επιφάνειά τουβ) «γεωμαγνητικοί πόλοι»αστρον. τα σημεία εκείνα για τα οποία η μαγνητική έγκλιση θα ήταν ίση με 90° εφόσον θεωρηθεί ότι η γήινη σφαίρα είναι ομοιόμορφα μαγνητισμένηγ) «πόλοι μαγνήτη» — καθένα από τα δύο τμήματα ενός μαγνήτη όπου πραγματοποιείται η έξοδος (βόρειος πόλος) ή η είσοδος (νότιος πόλος) τών δυναμικών γραμμών τού μαγνητικού πεδίουδ) «βόρειος μαγνητικός πόλος τής Γης»γεωγρ. το σημείο στο οποίο το βόρειο άκρο τού άξονα τού μαγνητικού πεδίου τής Γης τέμνει τη γήινη επιφάνεια και το οποίο βρίσκεται σε σημαντική απόσταση από τον βόρειο γεωγραφικό πόλοε) «νότιος μαγνητικός πόλος»γεωγρ. το σημείο στο οποίο το νότιο άκρο τού άξονα τού μαγνητικού πεδίου τής Γης τέμνει τη γήινη επιφάνεια και το οποίο βρίσκεται σε σημαντική απόσταση από τον νότιο γεωγραφικό πόλοστ) «μετατόπιση πόλων»γεωλ. η μετανάστευση πάνω στη γήινη επιφάνεια τών μαγνητικών πόλων τής Γης με την πάροδο τού γεωλογικού χρόνουζ) «πόλοι αντιστάθμισης»(ηλεκτρολ.) βοηθητικοί πόλοι ηλεκτρικής γεννήτριας οι οποίοι τοποθετούνται στις ουδέτερες ζώνες και διεγείρονται εν σειρά από το ρεύμα φόρτουη) «αρνητικός πόλος» — ο πόλος ηλεκτρικής πηγής ο οποίος βρίσκεται στο χαμηλότερο δυναμικόθ) «ζωικός πόλος»(στα ετερολεκιθικά αβγά) το άκρο τού αβγού το οποίο δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αλλοπλασματικά έγκλεισται) «φυτικός πόλος»(στα ετερολεκιθικά αβγά) το σημείο τού αβγού το οποίο είναι πλούσιο σε λεκιθικά έγκλειστα και βαρύτεροια) «ψυχρός πόλος» ή «πόλος ψύχους»γεωγρ. περιοχή τής Γης όπου σημειώνονται οι χαμηλότερες απόλυτες θερμοκρασίεςαρχ.1. ακίνητο πράγμα γύρω από το οποίο στρέφεται κάτι άλλο, ο άξονας2. ο πολικός αστέρας3. ο θόλος τού ουρανού, το στερέωμα4. το γεωγραφικό πλάτος5. η τροχιά αστέρα6. οργωμένη γη7. ελατήριο άξονα άμαξας που υποβαστάζει το κέντρο τής άμαξας («κατὰ δὲ τὸ μέσον μῆκος εἶχον πόλον ἐνηρμοσμένον μηχανικῶς», Διοδ.)8. αστρονομικό όργανο που έδειχνε τις τέσσερεις εποχές τού έτους ή ηλιακό ωρολόγιο σε σχήμα δίσκου στο κέντρο τού οποίου μικρή εμπεπηγμένη ράβδος έδειχνε με τη σκιά της τις ώρες τής ημέρας9. κάλυμμα τής κεφαλής που φορούσαν οι θεές10. γόμφος11. ημισεληνοειδής προεξοχή σε μηχάνημα η οποία χρησίμευε στην ανάταξη εξαρθρωμένων μελών12. εργάτης, βαρούλκο13. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τῆς κεφαλῆς στεφάνη»14. (κατά τον Πολυδ.) «ἡ κεφαλή»15. φρ. «πόλος τοῦ ὁρίζοντος» — το κατακόρυφο σημείο, το ζενίθ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολ-, ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας πελ- τού πέλομαι / πέλω*. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως επιστημον. όρος (βλ. λ. πέλω)].
Dictionary of Greek. 2013.